- προχωρητικός
- -ή, -ό / προχωρητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [προχωρῶ]νεοελλ.φρ. «προχωρητική συλλογιστική σειρά» — η σειρά που αποτελείται από πολλούς συλλογισμούς, οι οποίοι προχωρούν από τον λόγο προς την ακολουθίαμσν.-αρχ.(για λόγο) προφορικός.
Dictionary of Greek. 2013.